Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάκλεις
ἀνακλέπτω
ἀνακληρόω
ἀνακλήρωσις
ἀνάκλησις
ἀνακλητέον
ἀνακλητήρια
ἀνακλητικός
ἀνάκλητος
ἀνάκλιθρον
ἀνάκλιμα
ἀνακλιντήρ
ἀνακλιντήριον
ἀνακλίνω
ἀνάκλισις
ἀνακλισμός
ἀνάκλιτος
ἀνακλονέω
ἀνακλύζω
ἀνακλώθω
ἀνακμάζω
View word page
ἀνάκλιμα
slope, ascent

ShortDef

slope, ascent

Debugging

Headword:
ἀνάκλιμα
Headword (normalized):
ἀνάκλιμα
Headword (normalized/stripped):
ανακλιμα
IDX:
5839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5840
Key:

Data

{'content': 'slope, ascent'}