Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μύρμηξ
Μυρμιδόνες
Μυρμιδών
μυροβαλάνινος
μυροβαφία
μυροβοστρυχόεις
μυροβραχής
μυροεῖον
μυρόεις
μυροθήκη
μυρόλωτος
μυρομήλινον
μύρον
μυροπισσόκηρος
μυρόπνοος
μυροποιητής
μυροπόλος
μυροπωλέω
μυροπώλης
μυροπωλικός
μυροπώλιον
View word page
μυρόλωτος
scented lotus

ShortDef

scented lotus

Debugging

Headword:
μυρόλωτος
Headword (normalized):
μυρόλωτος
Headword (normalized/stripped):
μυρολωτος
IDX:
58398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58399
Key:

Data

{'content': 'scented lotus'}