Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυρμηκοτρώγλη
μυρμηκτέττιξ
μυρμηκώεις
μύρμηξ
Μυρμιδόνες
Μυρμιδών
μυροβαλάνινος
μυροβαφία
μυροβοστρυχόεις
μυροβραχής
μυροεῖον
μυρόεις
μυροθήκη
μυρόλωτος
μυρομήλινον
μύρον
μυροπισσόκηρος
μυρόπνοος
μυροποιητής
μυροπόλος
μυροπωλέω
View word page
μυροεῖον
perfumer's shop

ShortDef

perfumer's shop

Debugging

Headword:
μυροεῖον
Headword (normalized):
μυροεῖον
Headword (normalized/stripped):
μυροειον
IDX:
58395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58396
Key:

Data

{'content': "perfumer's shop"}