Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυρμηκιάω
μυρμηκίζω
μυρμηκῖτις
μυρμηκόβιος
μυρμηκοειδής
μυρμηκολέων
μυρμηκοτρώγλη
μυρμηκτέττιξ
μυρμηκώεις
μύρμηξ
Μυρμιδόνες
Μυρμιδών
μυροβαλάνινος
μυροβαφία
μυροβοστρυχόεις
μυροβραχής
μυροεῖον
μυρόεις
μυροθήκη
μυρόλωτος
μυρομήλινον
View word page
Μυρμιδόνες
Myrmidons (sg. a Myrmidon, or their mythical ancestor M.)

ShortDef

Myrmidons (sg. a Myrmidon, or their mythical ancestor M.)

Debugging

Headword:
Μυρμιδόνες
Headword (normalized):
μυρμιδόνες
Headword (normalized/stripped):
μυρμιδονες
IDX:
58389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58390
Key:

Data

{'content': 'Myrmidons (sg. a Myrmidon, or their mythical ancestor M.)'}