Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνακλάω
ἀνάκλεις
ἀνακλέπτω
ἀνακληρόω
ἀνακλήρωσις
ἀνάκλησις
ἀνακλητέον
ἀνακλητήρια
ἀνακλητικός
ἀνάκλητος
ἀνάκλιθρον
ἀνάκλιμα
ἀνακλιντήρ
ἀνακλιντήριον
ἀνακλίνω
ἀνάκλισις
ἀνακλισμός
ἀνάκλιτος
ἀνακλονέω
ἀνακλύζω
ἀνακλώθω
View word page
ἀνάκλιθρον
fulcrum

ShortDef

fulcrum

Debugging

Headword:
ἀνάκλιθρον
Headword (normalized):
ἀνάκλιθρον
Headword (normalized/stripped):
ανακλιθρον
IDX:
5838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5839
Key:

Data

{'content': 'fulcrum'}