Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυρμηκίασις
μυρμηκιάω
μυρμηκίζω
μυρμηκῖτις
μυρμηκόβιος
μυρμηκοειδής
μυρμηκολέων
μυρμηκοτρώγλη
μυρμηκτέττιξ
μυρμηκώεις
μύρμηξ
Μυρμιδόνες
Μυρμιδών
μυροβαλάνινος
μυροβαφία
μυροβοστρυχόεις
μυροβραχής
μυροεῖον
μυρόεις
μυροθήκη
μυρόλωτος
View word page
μύρμηξ
ant

ShortDef

ant

Debugging

Headword:
μύρμηξ
Headword (normalized):
μύρμηξ
Headword (normalized/stripped):
μυρμηξ
IDX:
58388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58389
Key:

Data

{'content': 'ant'}