Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυρμηκίας
μυρμηκίασις
μυρμηκιάω
μυρμηκίζω
μυρμηκῖτις
μυρμηκόβιος
μυρμηκοειδής
μυρμηκολέων
μυρμηκοτρώγλη
μυρμηκτέττιξ
μυρμηκώεις
μύρμηξ
Μυρμιδόνες
Μυρμιδών
μυροβαλάνινος
μυροβαφία
μυροβοστρυχόεις
μυροβραχής
μυροεῖον
μυρόεις
μυροθήκη
View word page
μυρμηκώεις
full of warts

ShortDef

full of warts

Debugging

Headword:
μυρμηκώεις
Headword (normalized):
μυρμηκώεις
Headword (normalized/stripped):
μυρμηκωεις
IDX:
58387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58388
Key:

Data

{'content': 'full of warts'}