Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυρμηκία
μυρμήκια
μυρμηκίας
μυρμηκίασις
μυρμηκιάω
μυρμηκίζω
μυρμηκῖτις
μυρμηκόβιος
μυρμηκοειδής
μυρμηκολέων
μυρμηκοτρώγλη
μυρμηκτέττιξ
μυρμηκώεις
μύρμηξ
Μυρμιδόνες
Μυρμιδών
μυροβαλάνινος
μυροβαφία
μυροβοστρυχόεις
μυροβραχής
μυροεῖον
View word page
μυρμηκοτρώγλη
formicaria

ShortDef

formicaria

Debugging

Headword:
μυρμηκοτρώγλη
Headword (normalized):
μυρμηκοτρώγλη
Headword (normalized/stripped):
μυρμηκοτρωγλη
IDX:
58385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58386
Key:

Data

{'content': 'formicaria'}