Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυρμηδών
μυρμηκάνθρωποι
μυρμηκιά
μυρμηκία
μυρμήκια
μυρμηκίας
μυρμηκίασις
μυρμηκιάω
μυρμηκίζω
μυρμηκῖτις
μυρμηκόβιος
μυρμηκοειδής
μυρμηκολέων
μυρμηκοτρώγλη
μυρμηκτέττιξ
μυρμηκώεις
μύρμηξ
Μυρμιδόνες
Μυρμιδών
μυροβαλάνινος
μυροβαφία
View word page
μυρμηκόβιος
living an ant's life

ShortDef

living an ant's life

Debugging

Headword:
μυρμηκόβιος
Headword (normalized):
μυρμηκόβιος
Headword (normalized/stripped):
μυρμηκοβιος
IDX:
58382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58383
Key:

Data

{'content': "living an ant's life"}