Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μύρκος
μυρμηδών
μυρμηκάνθρωποι
μυρμηκιά
μυρμηκία
μυρμήκια
μυρμηκίας
μυρμηκίασις
μυρμηκιάω
μυρμηκίζω
μυρμηκῖτις
μυρμηκόβιος
μυρμηκοειδής
μυρμηκολέων
μυρμηκοτρώγλη
μυρμηκτέττιξ
μυρμηκώεις
μύρμηξ
Μυρμιδόνες
Μυρμιδών
μυροβαλάνινος
View word page
μυρμηκῖτις
having the fossilized impression
ShortDef
having the fossilized impression
Debugging
Headword:
μυρμηκῖτις
Headword (normalized):
μυρμηκῖτις
Headword (normalized/stripped):
μυρμηκιτις
IDX:
58381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58382
Key:
Data
{'content': 'having the fossilized impression'}