Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Μυρκίνιος
Μύρκινος
μύρκος
μυρμηδών
μυρμηκάνθρωποι
μυρμηκιά
μυρμηκία
μυρμήκια
μυρμηκίας
μυρμηκίασις
μυρμηκιάω
μυρμηκίζω
μυρμηκῖτις
μυρμηκόβιος
μυρμηκοειδής
μυρμηκολέων
μυρμηκοτρώγλη
μυρμηκτέττιξ
μυρμηκώεις
μύρμηξ
Μυρμιδόνες
View word page
μυρμηκιάω
to be afflicted with warts
ShortDef
to be afflicted with warts
Debugging
Headword:
μυρμηκιάω
Headword (normalized):
μυρμηκιάω
Headword (normalized/stripped):
μυρμηκιαω
IDX:
58379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58380
Key:
Data
{'content': 'to be afflicted with warts'}