Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μυριστικός
μυριώνυμος
μυριωπός
Μυρκίνιος
Μύρκινος
μύρκος
μυρμηδών
μυρμηκάνθρωποι
μυρμηκιά
μυρμηκία
μυρμήκια
μυρμηκίας
μυρμηκίασις
μυρμηκιάω
μυρμηκίζω
μυρμηκῖτις
μυρμηκόβιος
μυρμηκοειδής
μυρμηκολέων
μυρμηκοτρώγλη
μυρμηκτέττιξ
View word page
μυρμήκια
wart
ShortDef
wart
Debugging
Headword:
μυρμήκια
Headword (normalized):
μυρμήκια
Headword (normalized/stripped):
μυρμηκια
IDX:
58376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58377
Key:
Data
{'content': 'wart'}