Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυρίς
μύρισμα
μυρισμός
μυριστικός
μυριώνυμος
μυριωπός
Μυρκίνιος
Μύρκινος
μύρκος
μυρμηδών
μυρμηκάνθρωποι
μυρμηκιά
μυρμηκία
μυρμήκια
μυρμηκίας
μυρμηκίασις
μυρμηκιάω
μυρμηκίζω
μυρμηκῖτις
μυρμηκόβιος
μυρμηκοειδής
View word page
μυρμηκάνθρωποι
ant-men

ShortDef

ant-men

Debugging

Headword:
μυρμηκάνθρωποι
Headword (normalized):
μυρμηκάνθρωποι
Headword (normalized/stripped):
μυρμηκανθρωποι
IDX:
58373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58374
Key:

Data

{'content': 'ant-men'}