Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυριόφωνος
μυριοχαύνη
μυρίς
μύρισμα
μυρισμός
μυριστικός
μυριώνυμος
μυριωπός
Μυρκίνιος
Μύρκινος
μύρκος
μυρμηδών
μυρμηκάνθρωποι
μυρμηκιά
μυρμηκία
μυρμήκια
μυρμηκίας
μυρμηκίασις
μυρμηκιάω
μυρμηκίζω
μυρμηκῖτις
View word page
μύρκος
dumb

ShortDef

dumb

Debugging

Headword:
μύρκος
Headword (normalized):
μύρκος
Headword (normalized/stripped):
μυρκος
IDX:
58371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58372
Key:

Data

{'content': 'dumb'}