Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυριόφυλλον
μυριόφυλος
μυριόφωνος
μυριοχαύνη
μυρίς
μύρισμα
μυρισμός
μυριστικός
μυριώνυμος
μυριωπός
Μυρκίνιος
Μύρκινος
μύρκος
μυρμηδών
μυρμηκάνθρωποι
μυρμηκιά
μυρμηκία
μυρμήκια
μυρμηκίας
μυρμηκίασις
μυρμηκιάω
View word page
Μυρκίνιος
of Myrcinus

ShortDef

of Myrcinus

Debugging

Headword:
Μυρκίνιος
Headword (normalized):
μυρκίνιος
Headword (normalized/stripped):
μυρκινιος
IDX:
58369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58370
Key:

Data

{'content': 'of Myrcinus'}