Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυριοφόρος
μυριόφυλλον
μυριόφυλος
μυριόφωνος
μυριοχαύνη
μυρίς
μύρισμα
μυρισμός
μυριστικός
μυριώνυμος
μυριωπός
Μυρκίνιος
Μύρκινος
μύρκος
μυρμηδών
μυρμηκάνθρωποι
μυρμηκιά
μυρμηκία
μυρμήκια
μυρμηκίας
μυρμηκίασις
View word page
μυριωπός
with countless eyes

ShortDef

with countless eyes

Debugging

Headword:
μυριωπός
Headword (normalized):
μυριωπός
Headword (normalized/stripped):
μυριωπος
IDX:
58368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58369
Key:

Data

{'content': 'with countless eyes'}