Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυριόφθαλμος
μυριόφιλος
μυριοφόρος
μυριόφυλλον
μυριόφυλος
μυριόφωνος
μυριοχαύνη
μυρίς
μύρισμα
μυρισμός
μυριστικός
μυριώνυμος
μυριωπός
Μυρκίνιος
Μύρκινος
μύρκος
μυρμηδών
μυρμηκάνθρωποι
μυρμηκιά
μυρμηκία
μυρμήκια
View word page
μυριστικός
fragrant

ShortDef

fragrant

Debugging

Headword:
μυριστικός
Headword (normalized):
μυριστικός
Headword (normalized/stripped):
μυριστικος
IDX:
58366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58367
Key:

Data

{'content': 'fragrant'}