Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυριοτευχής
μυριότρητος
μυριόφθαλμος
μυριόφιλος
μυριοφόρος
μυριόφυλλον
μυριόφυλος
μυριόφωνος
μυριοχαύνη
μυρίς
μύρισμα
μυρισμός
μυριστικός
μυριώνυμος
μυριωπός
Μυρκίνιος
Μύρκινος
μύρκος
μυρμηδών
μυρμηκάνθρωποι
μυρμηκιά
View word page
μύρισμα
ointment

ShortDef

ointment

Debugging

Headword:
μύρισμα
Headword (normalized):
μύρισμα
Headword (normalized/stripped):
μυρισμα
IDX:
58364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58365
Key:

Data

{'content': 'ointment'}