Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυριοστύς
μυριοταγός
μυριοτευχής
μυριότρητος
μυριόφθαλμος
μυριόφιλος
μυριοφόρος
μυριόφυλλον
μυριόφυλος
μυριόφωνος
μυριοχαύνη
μυρίς
μύρισμα
μυρισμός
μυριστικός
μυριώνυμος
μυριωπός
Μυρκίνιος
Μύρκινος
μύρκος
μυρμηδών
View word page
μυριοχαύνη
infinitely affected

ShortDef

infinitely affected

Debugging

Headword:
μυριοχαύνη
Headword (normalized):
μυριοχαύνη
Headword (normalized/stripped):
μυριοχαυνη
IDX:
58362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58363
Key:

Data

{'content': 'infinitely affected'}