Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυριοστός
μυριοστύς
μυριοταγός
μυριοτευχής
μυριότρητος
μυριόφθαλμος
μυριόφιλος
μυριοφόρος
μυριόφυλλον
μυριόφυλος
μυριόφωνος
μυριοχαύνη
μυρίς
μύρισμα
μυρισμός
μυριστικός
μυριώνυμος
μυριωπός
Μυρκίνιος
Μύρκινος
μύρκος
View word page
μυριόφωνος
with ten thousand voices

ShortDef

with ten thousand voices

Debugging

Headword:
μυριόφωνος
Headword (normalized):
μυριόφωνος
Headword (normalized/stripped):
μυριοφωνος
IDX:
58361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58362
Key:

Data

{'content': 'with ten thousand voices'}