Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυριόπους
μυρίος
μυριοστημόριον
μυριοστός
μυριοστύς
μυριοταγός
μυριοτευχής
μυριότρητος
μυριόφθαλμος
μυριόφιλος
μυριοφόρος
μυριόφυλλον
μυριόφυλος
μυριόφωνος
μυριοχαύνη
μυρίς
μύρισμα
μυρισμός
μυριστικός
μυριώνυμος
μυριωπός
View word page
μυριοφόρος
carrying

ShortDef

carrying

Debugging

Headword:
μυριοφόρος
Headword (normalized):
μυριοφόρος
Headword (normalized/stripped):
μυριοφορος
IDX:
58358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58359
Key:

Data

{'content': 'carrying'}