Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυριοπληθής
μυριόπους
μυρίος
μυριοστημόριον
μυριοστός
μυριοστύς
μυριοταγός
μυριοτευχής
μυριότρητος
μυριόφθαλμος
μυριόφιλος
μυριοφόρος
μυριόφυλλον
μυριόφυλος
μυριόφωνος
μυριοχαύνη
μυρίς
μύρισμα
μυρισμός
μυριστικός
μυριώνυμος
View word page
μυριόφιλος
with numberless friends

ShortDef

with numberless friends

Debugging

Headword:
μυριόφιλος
Headword (normalized):
μυριόφιλος
Headword (normalized/stripped):
μυριοφιλος
IDX:
58357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58358
Key:

Data

{'content': 'with numberless friends'}