Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυριόπλεθρος
μυριοπληθής
μυριόπους
μυρίος
μυριοστημόριον
μυριοστός
μυριοστύς
μυριοταγός
μυριοτευχής
μυριότρητος
μυριόφθαλμος
μυριόφιλος
μυριοφόρος
μυριόφυλλον
μυριόφυλος
μυριόφωνος
μυριοχαύνη
μυρίς
μύρισμα
μυρισμός
μυριστικός
View word page
μυριόφθαλμος
with countless eyes

ShortDef

with countless eyes

Debugging

Headword:
μυριόφθαλμος
Headword (normalized):
μυριόφθαλμος
Headword (normalized/stripped):
μυριοφθαλμος
IDX:
58356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58357
Key:

Data

{'content': 'with countless eyes'}