Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυριονταπλασίων
μυριόνταρχος
μυριοπάλαι
μυριοπλάσιος
μυριοπλασίων
μυριόπλεθρος
μυριοπληθής
μυριόπους
μυρίος
μυριοστημόριον
μυριοστός
μυριοστύς
μυριοταγός
μυριοτευχής
μυριότρητος
μυριόφθαλμος
μυριόφιλος
μυριοφόρος
μυριόφυλλον
μυριόφυλος
μυριόφωνος
View word page
μυριοστός
the 10,000th (μέρος)

ShortDef

the 10,000th (μέρος)

Debugging

Headword:
μυριοστός
Headword (normalized):
μυριοστός
Headword (normalized/stripped):
μυριοστος
IDX:
58351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58352
Key:

Data

{'content': 'the 10,000th (μέρος)'}