Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μυριόνεκρος
μυριονταδικός
μυριονταπλασίων
μυριόνταρχος
μυριοπάλαι
μυριοπλάσιος
μυριοπλασίων
μυριόπλεθρος
μυριοπληθής
μυριόπους
μυρίος
μυριοστημόριον
μυριοστός
μυριοστύς
μυριοταγός
μυριοτευχής
μυριότρητος
μυριόφθαλμος
μυριόφιλος
μυριοφόρος
μυριόφυλλον
View word page
μυρίος
numberless, countless, infinite
ShortDef
numberless, countless, infinite
Debugging
Headword:
μυρίος
Headword (normalized):
μυρίος
Headword (normalized/stripped):
μυριος
IDX:
58349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58350
Key:
Data
{'content': 'numberless, countless, infinite'}