Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μυριόναυς
μυριόνεκρος
μυριονταδικός
μυριονταπλασίων
μυριόνταρχος
μυριοπάλαι
μυριοπλάσιος
μυριοπλασίων
μυριόπλεθρος
μυριοπληθής
μυριόπους
μυρίος
μυριοστημόριον
μυριοστός
μυριοστύς
μυριοταγός
μυριοτευχής
μυριότρητος
μυριόφθαλμος
μυριόφιλος
μυριοφόρος
View word page
μυριόπους
ten-thousand-footed, many-footed
ShortDef
ten-thousand-footed, many-footed
Debugging
Headword:
μυριόπους
Headword (normalized):
μυριόπους
Headword (normalized/stripped):
μυριοπους
IDX:
58348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58349
Key:
Data
{'content': 'ten-thousand-footed, many-footed'}