Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυριόλεκτος
μυριομέγας
μυριόμορφος
μυριόμοχθος
μυριόναυς
μυριόνεκρος
μυριονταδικός
μυριονταπλασίων
μυριόνταρχος
μυριοπάλαι
μυριοπλάσιος
μυριοπλασίων
μυριόπλεθρος
μυριοπληθής
μυριόπους
μυρίος
μυριοστημόριον
μυριοστός
μυριοστύς
μυριοταγός
μυριοτευχής
View word page
μυριοπλάσιος
ten thousand fold

ShortDef

ten thousand fold

Debugging

Headword:
μυριοπλάσιος
Headword (normalized):
μυριοπλάσιος
Headword (normalized/stripped):
μυριοπλασιος
IDX:
58344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58345
Key:

Data

{'content': 'ten thousand fold'}