Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυριόβοιος
μυριογένεσις
μυριόδοξος
μυριόδους
μύριοι
μυριόκαρπος
μυριόκρανος
μυριόλεκτος
μυριομέγας
μυριόμορφος
μυριόμοχθος
μυριόναυς
μυριόνεκρος
μυριονταδικός
μυριονταπλασίων
μυριόνταρχος
μυριοπάλαι
μυριοπλάσιος
μυριοπλασίων
μυριόπλεθρος
μυριοπληθής
View word page
μυριόμοχθος
of countless labours

ShortDef

of countless labours

Debugging

Headword:
μυριόμοχθος
Headword (normalized):
μυριόμοχθος
Headword (normalized/stripped):
μυριομοχθος
IDX:
58337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58338
Key:

Data

{'content': 'of countless labours'}