Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυρίκινος
μυρικώδης
Μύρινα
μυρίνης
μυριξ
μυριόβοιος
μυριογένεσις
μυριόδοξος
μυριόδους
μύριοι
μυριόκαρπος
μυριόκρανος
μυριόλεκτος
μυριομέγας
μυριόμορφος
μυριόμοχθος
μυριόναυς
μυριόνεκρος
μυριονταδικός
μυριονταπλασίων
μυριόνταρχος
View word page
μυριόκαρπος
with countless fruit

ShortDef

with countless fruit

Debugging

Headword:
μυριόκαρπος
Headword (normalized):
μυριόκαρπος
Headword (normalized/stripped):
μυριοκαρπος
IDX:
58332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58333
Key:

Data

{'content': 'with countless fruit'}