Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μυρικίνεος
μυρίκινος
μυρικώδης
Μύρινα
μυρίνης
μυριξ
μυριόβοιος
μυριογένεσις
μυριόδοξος
μυριόδους
μύριοι
μυριόκαρπος
μυριόκρανος
μυριόλεκτος
μυριομέγας
μυριόμορφος
μυριόμοχθος
μυριόναυς
μυριόνεκρος
μυριονταδικός
μυριονταπλασίων
View word page
μύριοι
ten thousand
ShortDef
ten thousand
Debugging
Headword:
μύριοι
Headword (normalized):
μύριοι
Headword (normalized/stripped):
μυριοι
IDX:
58331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58332
Key:
Data
{'content': 'ten thousand'}