Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυρίκη
μυρικίνεος
μυρίκινος
μυρικώδης
Μύρινα
μυρίνης
μυριξ
μυριόβοιος
μυριογένεσις
μυριόδοξος
μυριόδους
μύριοι
μυριόκαρπος
μυριόκρανος
μυριόλεκτος
μυριομέγας
μυριόμορφος
μυριόμοχθος
μυριόναυς
μυριόνεκρος
μυριονταδικός
View word page
μυριόδους
with immense teeth

ShortDef

with immense teeth

Debugging

Headword:
μυριόδους
Headword (normalized):
μυριόδους
Headword (normalized/stripped):
μυριοδους
IDX:
58330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58331
Key:

Data

{'content': 'with immense teeth'}