Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυρίζω
μυρίκη
μυρικίνεος
μυρίκινος
μυρικώδης
Μύρινα
μυρίνης
μυριξ
μυριόβοιος
μυριογένεσις
μυριόδοξος
μυριόδους
μύριοι
μυριόκαρπος
μυριόκρανος
μυριόλεκτος
μυριομέγας
μυριόμορφος
μυριόμοχθος
μυριόναυς
μυριόνεκρος
View word page
μυριόδοξος
of infinite renown

ShortDef

of infinite renown

Debugging

Headword:
μυριόδοξος
Headword (normalized):
μυριόδοξος
Headword (normalized/stripped):
μυριοδοξος
IDX:
58329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58330
Key:

Data

{'content': 'of infinite renown'}