Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυριέλικτος
μυριετής
μυρίζω
μυρίκη
μυρικίνεος
μυρίκινος
μυρικώδης
Μύρινα
μυρίνης
μυριξ
μυριόβοιος
μυριογένεσις
μυριόδοξος
μυριόδους
μύριοι
μυριόκαρπος
μυριόκρανος
μυριόλεκτος
μυριομέγας
μυριόμορφος
μυριόμοχθος
View word page
μυριόβοιος
with ten thousand oxen

ShortDef

with ten thousand oxen

Debugging

Headword:
μυριόβοιος
Headword (normalized):
μυριόβοιος
Headword (normalized/stripped):
μυριοβοιος
IDX:
58327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58328
Key:

Data

{'content': 'with ten thousand oxen'}