Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυριάρχης
μυρίαρχος
μυριάς
μυριαστός
μυριαχοῦ
μυριέλικτος
μυριετής
μυρίζω
μυρίκη
μυρικίνεος
μυρίκινος
μυρικώδης
Μύρινα
μυρίνης
μυριξ
μυριόβοιος
μυριογένεσις
μυριόδοξος
μυριόδους
μύριοι
μυριόκαρπος
View word page
μυρίκινος
tamarisk

ShortDef

tamarisk

Debugging

Headword:
μυρίκινος
Headword (normalized):
μυρίκινος
Headword (normalized/stripped):
μυρικινος
IDX:
58322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58323
Key:

Data

{'content': 'tamarisk'}