Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μυριάρουρος
μυριάρχης
μυρίαρχος
μυριάς
μυριαστός
μυριαχοῦ
μυριέλικτος
μυριετής
μυρίζω
μυρίκη
μυρικίνεος
μυρίκινος
μυρικώδης
Μύρινα
μυρίνης
μυριξ
μυριόβοιος
μυριογένεσις
μυριόδοξος
μυριόδους
μύριοι
View word page
μυρικίνεος
tamarisk
ShortDef
tamarisk
Debugging
Headword:
μυρικίνεος
Headword (normalized):
μυρικίνεος
Headword (normalized/stripped):
μυρικινεος
IDX:
58321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58322
Key:
Data
{'content': 'tamarisk'}