Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυριάμφορος
μυρίανδρος
μυριάρουρος
μυριάρχης
μυρίαρχος
μυριάς
μυριαστός
μυριαχοῦ
μυριέλικτος
μυριετής
μυρίζω
μυρίκη
μυρικίνεος
μυρίκινος
μυρικώδης
Μύρινα
μυρίνης
μυριξ
μυριόβοιος
μυριογένεσις
μυριόδοξος
View word page
μυρίζω
to rub with ointment

ShortDef

to rub with ointment

Debugging

Headword:
μυρίζω
Headword (normalized):
μυρίζω
Headword (normalized/stripped):
μυριζω
IDX:
58319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58320
Key:

Data

{'content': 'to rub with ointment'}