Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυρίαθλος
μυριάκις
μυριακισμυριοστός
μυριάμφορος
μυρίανδρος
μυριάρουρος
μυριάρχης
μυρίαρχος
μυριάς
μυριαστός
μυριαχοῦ
μυριέλικτος
μυριετής
μυρίζω
μυρίκη
μυρικίνεος
μυρίκινος
μυρικώδης
Μύρινα
μυρίνης
μυριξ
View word page
μυριαχοῦ
in ten thousand places

ShortDef

in ten thousand places

Debugging

Headword:
μυριαχοῦ
Headword (normalized):
μυριαχοῦ
Headword (normalized/stripped):
μυριαχου
IDX:
58316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58317
Key:

Data

{'content': 'in ten thousand places'}