Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μυριαγωγός
μυρίαθλος
μυριάκις
μυριακισμυριοστός
μυριάμφορος
μυρίανδρος
μυριάρουρος
μυριάρχης
μυρίαρχος
μυριάς
μυριαστός
μυριαχοῦ
μυριέλικτος
μυριετής
μυρίζω
μυρίκη
μυρικίνεος
μυρίκινος
μυρικώδης
Μύρινα
μυρίνης
View word page
μυριαστός
ten thousandth
ShortDef
ten thousandth
Debugging
Headword:
μυριαστός
Headword (normalized):
μυριαστός
Headword (normalized/stripped):
μυριαστος
IDX:
58315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58316
Key:
Data
{'content': 'ten thousandth'}