Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μυριαγωγέω
μυριαγωγός
μυρίαθλος
μυριάκις
μυριακισμυριοστός
μυριάμφορος
μυρίανδρος
μυριάρουρος
μυριάρχης
μυρίαρχος
μυριάς
μυριαστός
μυριαχοῦ
μυριέλικτος
μυριετής
μυρίζω
μυρίκη
μυρικίνεος
μυρίκινος
μυρικώδης
Μύρινα
View word page
μυριάς
a number of ten thousand, myriad
ShortDef
a number of ten thousand, myriad
Debugging
Headword:
μυριάς
Headword (normalized):
μυριάς
Headword (normalized/stripped):
μυριας
IDX:
58314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58315
Key:
Data
{'content': 'a number of ten thousand, myriad'}