Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυρέψιον
μυρεψός
μυρηρός
μυριαγωγέω
μυριαγωγός
μυρίαθλος
μυριάκις
μυριακισμυριοστός
μυριάμφορος
μυρίανδρος
μυριάρουρος
μυριάρχης
μυρίαρχος
μυριάς
μυριαστός
μυριαχοῦ
μυριέλικτος
μυριετής
μυρίζω
μυρίκη
μυρικίνεος
View word page
μυριάρουρος
having 10,000 ἄρουραι

ShortDef

having 10,000 ἄρουραι

Debugging

Headword:
μυριάρουρος
Headword (normalized):
μυριάρουρος
Headword (normalized/stripped):
μυριαρουρος
IDX:
58311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58312
Key:

Data

{'content': 'having 10,000 ἄρουραι'}