Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυρεψία
μυρεψικός
μυρέψιον
μυρεψός
μυρηρός
μυριαγωγέω
μυριαγωγός
μυρίαθλος
μυριάκις
μυριακισμυριοστός
μυριάμφορος
μυρίανδρος
μυριάρουρος
μυριάρχης
μυρίαρχος
μυριάς
μυριαστός
μυριαχοῦ
μυριέλικτος
μυριετής
μυρίζω
View word page
μυριάμφορος
holding 10,000 measures

ShortDef

holding 10,000 measures

Debugging

Headword:
μυριάμφορος
Headword (normalized):
μυριάμφορος
Headword (normalized/stripped):
μυριαμφορος
IDX:
58309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58310
Key:

Data

{'content': 'holding 10,000 measures'}