Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀνάκιον
ἀνακίρναμαι
ἀνακλάζω
ἀνακλαίω
ἀνάκλασις
ἀνακλασμός
ἀνάκλαστος
ἀνάκλαυσις
ἀνακλάω
ἀνάκλεις
ἀνακλέπτω
ἀνακληρόω
ἀνακλήρωσις
ἀνάκλησις
ἀνακλητέον
ἀνακλητήρια
ἀνακλητικός
ἀνάκλητος
ἀνάκλιθρον
ἀνάκλιμα
ἀνακλιντήρ
View word page
ἀνακλέπτω
steal
ShortDef
steal
Debugging
Headword:
ἀνακλέπτω
Headword (normalized):
ἀνακλέπτω
Headword (normalized/stripped):
ανακλεπτω
IDX:
5830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5831
Key:
Data
{'content': 'steal'}