Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυρεψητήριον
μυρεψία
μυρεψικός
μυρέψιον
μυρεψός
μυρηρός
μυριαγωγέω
μυριαγωγός
μυρίαθλος
μυριάκις
μυριακισμυριοστός
μυριάμφορος
μυρίανδρος
μυριάρουρος
μυριάρχης
μυρίαρχος
μυριάς
μυριαστός
μυριαχοῦ
μυριέλικτος
μυριετής
View word page
μυριακισμυριοστός
100,000,000th

ShortDef

100,000,000th

Debugging

Headword:
μυριακισμυριοστός
Headword (normalized):
μυριακισμυριοστός
Headword (normalized/stripped):
μυριακισμυριοστος
IDX:
58308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58309
Key:

Data

{'content': '100,000,000th'}