Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυρεψέω
μυρεψητήριον
μυρεψία
μυρεψικός
μυρέψιον
μυρεψός
μυρηρός
μυριαγωγέω
μυριαγωγός
μυρίαθλος
μυριάκις
μυριακισμυριοστός
μυριάμφορος
μυρίανδρος
μυριάρουρος
μυριάρχης
μυρίαρχος
μυριάς
μυριαστός
μυριαχοῦ
μυριέλικτος
View word page
μυριάκις
ten thousand times

ShortDef

ten thousand times

Debugging

Headword:
μυριάκις
Headword (normalized):
μυριάκις
Headword (normalized/stripped):
μυριακις
IDX:
58307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58308
Key:

Data

{'content': 'ten thousand times'}