Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυραππίδιον
μυρεψεῖον
μυρεψέω
μυρεψητήριον
μυρεψία
μυρεψικός
μυρέψιον
μυρεψός
μυρηρός
μυριαγωγέω
μυριαγωγός
μυρίαθλος
μυριάκις
μυριακισμυριοστός
μυριάμφορος
μυρίανδρος
μυριάρουρος
μυριάρχης
μυρίαρχος
μυριάς
μυριαστός
View word page
μυριαγωγός
carrying 10,000 measures

ShortDef

carrying 10,000 measures

Debugging

Headword:
μυριαγωγός
Headword (normalized):
μυριαγωγός
Headword (normalized/stripped):
μυριαγωγος
IDX:
58305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58306
Key:

Data

{'content': 'carrying 10,000 measures'}