Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυραλοιφή
μυραππίδιον
μυρεψεῖον
μυρεψέω
μυρεψητήριον
μυρεψία
μυρεψικός
μυρέψιον
μυρεψός
μυρηρός
μυριαγωγέω
μυριαγωγός
μυρίαθλος
μυριάκις
μυριακισμυριοστός
μυριάμφορος
μυρίανδρος
μυριάρουρος
μυριάρχης
μυρίαρχος
μυριάς
View word page
μυριαγωγέω
carry 10,000 measures

ShortDef

carry 10,000 measures

Debugging

Headword:
μυριαγωγέω
Headword (normalized):
μυριαγωγέω
Headword (normalized/stripped):
μυριαγωγεω
IDX:
58304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58305
Key:

Data

{'content': 'carry 10,000 measures'}