Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυραλοιφέω
μυραλοιφή
μυραππίδιον
μυρεψεῖον
μυρεψέω
μυρεψητήριον
μυρεψία
μυρεψικός
μυρέψιον
μυρεψός
μυρηρός
μυριαγωγέω
μυριαγωγός
μυρίαθλος
μυριάκις
μυριακισμυριοστός
μυριάμφορος
μυρίανδρος
μυριάρουρος
μυριάρχης
μυρίαρχος
View word page
μυρηρός
of sweet oil

ShortDef

of sweet oil

Debugging

Headword:
μυρηρός
Headword (normalized):
μυρηρός
Headword (normalized/stripped):
μυρηρος
IDX:
58303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58304
Key:

Data

{'content': 'of sweet oil'}