Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μυόω
Μύρα
μύραινα
μυράκοπον
μυράλειπτρον
μυραλοιφέω
μυραλοιφή
μυραππίδιον
μυρεψεῖον
μυρεψέω
μυρεψητήριον
μυρεψία
μυρεψικός
μυρέψιον
μυρεψός
μυρηρός
μυριαγωγέω
μυριαγωγός
μυρίαθλος
μυριάκις
μυριακισμυριοστός
View word page
μυρεψητήριον
ointment-pot

ShortDef

ointment-pot

Debugging

Headword:
μυρεψητήριον
Headword (normalized):
μυρεψητήριον
Headword (normalized/stripped):
μυρεψητηριον
IDX:
58298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58299
Key:

Data

{'content': 'ointment-pot'}