Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Μυοτρῶκται
Μυότρωτος
μυουρία
μυουρίζω
μύουρος
μύουρος2
μυοφόνον
μυόχοδον
μυόχοδος
μυόχροος
μυόω
Μύρα
μύραινα
μυράκοπον
μυράλειπτρον
μυραλοιφέω
μυραλοιφή
μυραππίδιον
μυρεψεῖον
μυρεψέω
μυρεψητήριον
View word page
μυόω
make muscular
ShortDef
make muscular
Debugging
Headword:
μυόω
Headword (normalized):
μυόω
Headword (normalized/stripped):
μυοω
IDX:
58288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58289
Key:
Data
{'content': 'make muscular'}