Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μυξοποιός
μυξόρροος
μυξώδης
μύξων
μυξωτῆρες
μυόβρωτος
μυοδόχος
Μυόεις
μυοθήρας
μυοθηρατής
μυοθηρεύω
μυοθηρέω
μυοκτόνος
μυομαχία
μυοπάρων
μυοσωτίς
Μυοτρῶκται
Μυότρωτος
μυουρία
μυουρίζω
μύουρος
View word page
μυοθηρεύω
catch mice
ShortDef
catch mice
Debugging
Headword:
μυοθηρεύω
Headword (normalized):
μυοθηρεύω
Headword (normalized/stripped):
μυοθηρευω
IDX:
58272
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-58273
Key:
Data
{'content': 'catch mice'}